καταμωκῶμαι

καταμωκῶμαι
καταμωκάομαι
mock at
pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
καταμωκάομαι
mock at
pres ind mp 1st sg
καταμωκάομαι
mock at
pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)
καταμωκάομαι
mock at
pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
καταμωκάομαι
mock at
pres ind mp 1st sg
καταμωκάομαι
mock at
pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταμωκώμαι — καταμωκῶμαι, άομαι (Α) χλευάζω κάποιον υπερβολικά («ἐγγελῶν δὲ ὁ Ἀχαιμένης καὶ τοῡ Θεαγένους καταμωκώμενος», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μυκῶμαι «χλευάζω»] …   Dictionary of Greek

  • καταμωκεύω — (Α) καταμωκώμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μωκεύω «χλευάζω, περιπαίζω»] …   Dictionary of Greek

  • καταμώκημα — καταμώκημα, τὸ (Α) [καταμωκώμαι] καταμώκησις* …   Dictionary of Greek

  • καταμώκησις — καταμώκησις, ἡ (Α) [καταμωκώμαι] χλευασμός, εμπαιγμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”